terme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

terme < λατινική terminus

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
terme termes

terme (fr) αρσενικό

όριο

  1. το τοπικό όριο
  2. το χρονικό όριο, η λήξη
  3. η ημερομηνία πληρωμής

λέξη

  1. λέξη ή έκφραση
  2. όρος

άγαλμα

  1. άγαλμα του οποίου το κάτω μέρος λήγει σε είδος θήκης

Συγγενικά[επεξεργασία]