termed
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- επίσημη φρασεολογία ή λέξη-ορολογία, τυποποιημένο-επισημοποιημένο-καταχωρημένο-παγιωμένο ως ορολογία
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]termed (en)
termed (en)