termed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

  • επίσημη φρασεολογία ή λέξη-ορολογία, τυποποιημένο-επισημοποιημένο-καταχωρημένο-παγιωμένο ως ορολογία

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

termed (en)