termezuristo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | termezuristo | termezuristoj |
αιτιατική | termezuriston | termezuristojn |
termezuristo (eo)
- ο τοπογράφος, ο γεωμέτρης