Μετάβαση στο περιεχόμενο

termin

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

termin (pl) αρσενικό

  1. ο όρος, λέξη που χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένο χώρο ή επιστήμη
  2. η διορία, η προθεσμία