Μετάβαση στο περιεχόμενο

termite

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

termite (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
termite termites

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

termite (fr) αρσενικό