terrace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
terrace | terraces |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]terrace (en)
- η ταράτσα
- ⮡ The window looks out onto the terrace.
- Το παράθυρο έβλεπε στην ταράτσα.
- ⮡ The window looks out onto the terrace.
- η πεζούλα σε πλάγια
- ⮡ The hillside was covered in terraces with vineyards.
- Η πλαγιά ήταν γεμάτη πεζούλες μ' αμπέλια.
- ⮡ The hillside was covered in terraces with vineyards.