terrace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
terrace terraces

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

terrace (en)

  1. η ταράτσα
    ⮡  The window looks out onto the terrace.
    Το παράθυρο έβλεπε στην ταράτσα.
  2. η πεζούλα σε πλάγια
    ⮡  The hillside was covered in terraces with vineyards.
    Η πλαγιά ήταν γεμάτη πεζούλες μ' αμπέλια.