territorial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
territorial (en)
- περιφερειακός, ο αναφερόμενος σε μια περιφέρεια
- εδαφικός (ο αναφερόμενος στην εθνική επικράτεια)
- the territorial integrity of our country - η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας
- the territorial waters - τα χωρικά ύδατα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | territorial | territoriaux |
θηλυκό | territoriale | territoriales |
Επίθετο[επεξεργασία]
territorial (fr)
- περιφερειακός, ο αναφερόμενος σε μια περιφέρεια
- εδαφικός (ο αναφερόμενος στην εθνική επικράτεια)
- χωρικός