territorial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

territorial (en)

the territorial integrity of our country - η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας
the territorial waters - τα χωρικά ύδατα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό territorial territoriaux
θηλυκό territoriale territoriales

Επίθετο[επεξεργασία]

territorial (fr)

  1. περιφερειακός, ο αναφερόμενος σε μια περιφέρεια
  2. εδαφικός (ο αναφερόμενος στην εθνική επικράτεια)
  3. χωρικός