Μετάβαση στο περιεχόμενο

testing

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

testing (en) (μη μετρήσιμο)

  • η δοκιμή, η πράξη του δοκιμάζω κάποιου ή κάτι
      The engine performed well in testing.
    Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
      The new model is still in the testing stage.
    Tο νέο μοντέλο είναι ακόμη στο στάδιο των δοκιμών.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

testing (en)