testosterone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
testosterone | testosterones |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
testosterone (en)
- (βιολογία) η τεστοστερόνη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
testosterone στην αγγλική Βικιπαίδεια