théologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /te.ɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
théologie | théologies |
théologie (fr) θηλυκό
- η θεολογία
ενικός | πληθυντικός |
théologie | théologies |
théologie (fr) θηλυκό