Μετάβαση στο περιεχόμενο

théoricien

Από Βικιλεξικό
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό théoricien théoriciens
θηλυκό théoricienne théoriciennes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

théoricien (fr)

  1. ο θεωρητικός
    c'est un grand théoricien de l'économie mondiale
    είναι ένας μεγάλος θεωρητικός της παγκόσμιας οικονομίας

Συγγενικά

[επεξεργασία]