théoricien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | théoricien | théoriciens |
θηλυκό | théoricienne | théoriciennes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
théoricien (fr)
- ο θεωρητικός
- c'est un grand théoricien de l'économie mondiale
- είναι ένας μεγάλος θεωρητικός της παγκόσμιας οικονομίας
- c'est un grand théoricien de l'économie mondiale