Μετάβαση στο περιεχόμενο

thank

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας thank
γ΄ ενικό ενεστώτα thanks
αόριστος thanked
παθητική μετοχή thanked
ενεργητική μετοχή thanking

thank (en)

  • ευχαριστώ κάποιον ως ένδειξη ευγνωμοσύνης
      I thanked him from the bottom of my heart.
    Τον ευχαρίστησα από τα βάθη της καρδιάς μου.
      Don’t thank me, I didn’t do anything great/it was my obligation.
    Μη με ευχαριστείς, δεν έκανα τίποτε σπουδαίο/ήταν υποχρέωσή μου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]