theatre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
theatre | theatres |
Προφορά[επεξεργασία]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
theatre (en) (βρετανική γραφή)
- το θέατρο (το κτίριο και η τέχνη])
- ↪ the theatre was full of people
- ↪ he works in the theatre
- το θέατρο (πολεμικών επιχειρήσεων)
- ↪ a theatre of war
- το αμφιθέατρο (όπου δίνονται διαλέξεις, πχ σε πανεπιστήμια)
- η κινηματογραφική αίθουσα
- το χειρουργείο, ο τόπος όπου γίνονται χειρουργικές επεμβάσεις