thenable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
thenable | thenables |
thenable (en)
- (προγραμματισμός) αντικείμενο (object) που υποστηρίζει την μέθοδο (method)
then