Μετάβαση στο περιεχόμενο

therein

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]
  1. εκεί, σ' αυτόν
  2. (μεταφορικά) εγγενώς (περιγράφει ιδιότητα, και αναφέρεται στην πρόταση που/τι αφορά)