Μετάβαση στο περιεχόμενο

thicken

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας thicken
γ΄ ενικό ενεστώτα thickens
αόριστος thickened
παθητική μετοχή thickened
ενεργητική μετοχή thickening

thicken (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) δένω, πήζω, για υγρά που γίνονται πυκνότερα ή παχύρρευστα ύστερα από μια ορισμένη διαδικασία
      To thicken the sauce add a little flour.
    Για να δέσει η σάλτσα, πρόσθεσε λίγο αλεύρι.
      The jelly has not thickened yet.
    Ο ζελές δεν έδεσε ακόμα.
     συνώνυμα: set
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δένω