thievery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

thievery (en)

  1. κλοπή
  2. τρόπος ζωής βασισμένος στην κλοπή