thomiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
thomiste | thomistes |
Επίθετο[επεξεργασία]
thomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία) σχετικός με τα δόγματα του Θωμά Ακινάτη