thorax
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- thorax < αρχαία ελληνική θώραξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thorax (en)
- θώρακας (μέρος του σώματος)