Μετάβαση στο περιεχόμενο

thoughtful

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός thoughtful
συγκριτικός more thoughtful
υπερθετικός most thoughtful

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

thoughtful < (κληρονομημένο) μέση αγγλική thoȝtful, thohtful. Συγχρονικά αναλύεται σε thought +‎ -ful. Συγκρίνετε με το ολλανδικό: gedachtenvol

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈθɔt.f(ə)l/ (ΗΠΑ)
ΔΦΑ : /ˈθɔːtfʊl/ (ΗΒ)

Επίθετο

[επεξεργασία]

thoughtful (en)

  1. σκεπτικός, στοχαστικός, που είναι ήσυχος γιατί σκέφτεται
      He remained thoughtful for some time.
    Έμεινε σκεπτικός αρκετή ώρα.
      She is in a thoughtful mood.
    Είναι σε στοχαστική διάθεση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη contemplative
  2. ευγενικός, αβρός, διακριτικός, που δείχνει ότι σκέφτομαι και νοιάζομαι για τους άλλους ανθρώπους
      It was very thoughtful of you to remember my birthday.
    Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να θυμηθείτε τα γενέθλιά μου.
      He is thoughtful and kind to everyone.
    Είναι αβρός και ευγενικός με όλους.
      She was thoughtful and didn’t bring up the topic in front of others.
    Ήταν διακριτική και δεν ανέφερε το θέμα μπροστά στους άλλους.
     συνώνυμα:  caring και considerate,  και δείτε τη λέξη kind
  3. βαθυστόχαστος, εμβριθής, σκεπτόμενος, μελετημένος, που δείχνει ότι υπήρχε προσεκτική σκέψη
      The thoughtful discussion we had helped me understand the topic better.
    Η βαθυστόχαστη συζήτηση που είχαμε με βοήθησε να κατανοήσω καλύτερα το θέμα.
      Her thoughtful analysis of the topic impressed me.
    Η εμβριθής ανάλυσή της για το θέμα με εντυπωσίασε.
      The thoughtful way he handled the problem shows his intelligence.
    Ο σκεπτόμενος τρόπος που αντιμετώπισε το πρόβλημα δείχνει την εξυπνάδα του.
      Her thoughtful approach to problem-solving is admirable.
    Η μελετημένη προσέγγιση της στην επίλυση προβλημάτων είναι αξιοθαύμαστη.