thread
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thread (en)
- νήμα, κλωστή, μίτος
- σπείρωμα βίδας
- (πληροφορική) νήμα [1]
- ※ an application can be running in multiple threads and serving multiple clients at once [2]
- μια εφαρμογή μπορεί να εκτελείται σε πολλά νήματα και να εξυπηρετεί πολλούς πελάτες ταυτόχρονα,
- ※ an application can be running in multiple threads and serving multiple clients at once [2]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
πληροφορική:
[επεξεργασία]
πληροφορική:
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
thread στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ Αρχιτεκτονική Υπολογιστών, σελ. 41, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Τμήμα Πληροφορικής. Ανάκτηση 15/10/2019
- ↑ (αγγλικά) Understanding Contexts in Flask. Δημοσίευση 2014-08-14. Αρχειοθέτηση 2020-03-18. Πρόσβαση 2020-10-08.