thriller
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]thriller (en)
- το θρίλερ, σασπένς στόρι
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- thriller < (άμεσο δάνειο) αγγλική thriller
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
thriller | thrillers |
thriller (fr) αρσενικό
- το θρίλερ