thromboprophylactic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
thromboprophylactic (en)
- (ιατρική) ο θρομβοπροφυλακτικός, -η, -ο, αυτός που συμβάλλει (σε κάποιο βαθμό) στην αποτροπή σχηματισμού θρόμβων