Μετάβαση στο περιεχόμενο

thuis

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

thuis (nl)

  1. στο σπίτι (μου, σου, του, μας, κ.λπ.)
    hij is niet thuis - δεν είναι στο σπίτι