thus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

thus (en) (χωρίς παραθετικά) (επίσημο, λογοτεχνικό)

  1. έτσι, με αυτόν τον τρόπο
    Thus, and only thus, can it be done.
    Έτσι και μόνον έτσι μπορεί να γίνει.
     συνώνυμα: → δείτε το επίρρημα so
  2. (συνδετικό) οπότε, λοιπόν, έτσι
    We don’t have money; thus, we will no go on vacation this year.
    Δεν έχουμε λεφτά· λοιπόν, δεν θα πάμε διακοπές φέτος.
    It is possible he will not come to the appointment, thus what happens then?
    Είναι πιθανόν να μην έρθει στο ραντεβού, οπότε τι γίνεται τότε;
    He told me to go and thus I went.
    Μου είπε να πάω, κι έτσι πήγα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη therefore

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340-341, 510. ISBN 9780194325684. , λήμμα: έτσι, λοιπόν