tiama
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tiama | tiamaj |
αιτιατική | tiaman | tiamajn |
tiama (eo)
- εκείνου του καιρού
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tiama | tiamaj |
αιτιατική | tiaman | tiamajn |
tiama (eo)