tigon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- τιγρέων, τιγρέοντας, τιγράρι, τάιγκον, τάιγκλον
- υβρίδιο (υβριδικός απόγονος, αποτέλεσμα υβριδικής διασταύρωσης) μεταξύ αρσενικής τίγρης και θηλυκού λιονταριού
Αντώνυμα[επεξεργασία]
λεότιγρις, λεότιγρη[επεξεργασία]
υβρίδιο μεταξύ αρσενικού λιονταριού και θηλυκής τίγρης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
tigon στην αγγλική Βικιπαίδεια
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
tigon (eo)