Μετάβαση στο περιεχόμενο

timber

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

timber (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ξυλεία, ξύλο που προετοιμάζεται για χρήση με οικοδόμηση κτλ.
      timber for furniture - ξυλεία για έπιπλα
      construction timber - οικοδομική ξυλεία
     συνώνυμα: lumber