Μετάβαση στο περιεχόμενο

timeless

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός timeless
συγκριτικός more timeless
υπερθετικός most timeless

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
timeless < time + -less

Επίθετο

[επεξεργασία]

timeless (en) (επίσημο)

  1. διαχρονικός, για κάτι που έχει διάρκεια, που αντέχει στο πέρασμα του χρόνου
      The value of classical works is timeless.
    Η αξία των κλασικών έργων είναι διαχρονική.
  2. άχρονος, αιώνιος, που δεν υπόκειται σε χρονικά όρια
      God is timeless.
    Ο Θεός είναι άχρονος.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]