timeless
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | timeless |
συγκριτικός | more timeless |
υπερθετικός | most timeless |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- διαχρονικός, για κάτι που έχει διάρκεια, που αντέχει στο πέρασμα του χρόνου
- ⮡ The value of classical works is timeless.
- Η αξία των κλασικών έργων είναι διαχρονική.
- ⮡ The value of classical works is timeless.
- άχρονος, αιώνιος, που δεν υπόκειται σε χρονικά όρια
- ⮡ God is timeless.
- Ο Θεός είναι άχρονος.
- ⮡ God is timeless.