timing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
timing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του time
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
timing | timings |
timing (en)
- → λείπει η μετάφραση
- προτείνεται η μετάφραση χρονισμός από ... (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- timing στην αγγλική Βικιπαίδεια