tirasse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tirasse tirasses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tirasse (fr) θηλυκό