tire-au-flanc
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tire-au-flanc | tire-au-flanc |
tire-au-flanc (fr) αρσενικό
- στρατιώτης που προσπαθεί να γλυτώσει τις αγγαρείες
- (κατ’ επέκταση) τεμπέλης, o λουφαδόρος