titre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /titʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
titre titres

titre (fr) αρσενικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη titrer