titre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
titre | titres |
titre (fr) αρσενικό
- ο τίτλος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη titrer