Μετάβαση στο περιεχόμενο

toaster

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
toaster toasters

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
toaster < toast + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

toaster (en)

  • η φρυγανιέρα
    παράδειγμα  I am toasting bread in a toaster.
    Φρυγανίζω ψωμί σε φρυγανιέρα.