Μετάβαση στο περιεχόμενο

toddle

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας toddle
γ΄ ενικό ενεστώτα toddles
αόριστος toddled
παθητική μετοχή toddled
ενεργητική μετοχή toddling

toddle (en)

  1. (αμετάβατο) στρατουλίζω, για μωρό που αρχίζει να περπατάει
    παράδειγμα  The baby started toddling around the house.
    Το μωρό άρχισε να στρατουλίζει γύρω από το σπίτι.
  2. (αμετάβατο, ανεπίσημο) πάω κάπου
    παράδειγμα  He toddled off to see a friend.
    Πήγε να δει ένα φίλο.

Σύνθετα

[επεξεργασία]