toddle
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | toddle |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | toddles |
| αόριστος | toddled |
| παθητική μετοχή | toddled |
| ενεργητική μετοχή | toddling |
Ρήμα
[επεξεργασία]toddle (en)
- (αμετάβατο) στρατουλίζω, για μωρό που αρχίζει να περπατάει
The baby started toddling around the house.
- Το μωρό άρχισε να στρατουλίζει γύρω από το σπίτι.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) πάω κάπου
He toddled off to see a friend.
- Πήγε να δει ένα φίλο.