toddler
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
toddler | toddlers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]toddler (en)
- το νήπιο, μωρό που μόλις άρχισε να περπατάει
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η λέξη συνήθως αναφέρεται σε παιδιά 2-3 ετών