Μετάβαση στο περιεχόμενο

toddler

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
toddler toddlers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
toddler < toddle + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

toddler (en)

  • το νήπιο, μωρό που μόλις άρχισε να περπατάει

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • η λέξη συνήθως αναφέρεται σε παιδιά 2-3 ετών