tof
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tof | tofs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tof (fr) θηλυκό
- (οικείο) φωτογραφία, φωτό
ενικός | πληθυντικός |
tof | tofs |
tof (fr) θηλυκό