toiture
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
toiture | toitures |
toiture (fr) θηλυκό
- η οροφή, το επιστέγασμα, το στέγαστρο
ενικός | πληθυντικός |
toiture | toitures |
toiture (fr) θηλυκό