Μετάβαση στο περιεχόμενο

toothpaste

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
toothpaste toothpastes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
toothpaste < tooth + paste

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

toothpaste (en)