topographe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

topographe < topographie (δείτε και (άμεσο δάνειο) ελληνιστική κοινή τοπογράφος) τόπος topo- + -graphe (-γράφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
topographe topographes

topographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]