Μετάβαση στο περιεχόμενο

toponymie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
toponymie toponymies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

toponymie (fr) θηλυκό

  1. η επιστήμη που μελετά τα τοπωνύμια
  2. (κατ’ επέκταση) σύνολο αυτών των τοπωνυμίων / τοπωνυμιών