toponymie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
toponymie | toponymies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]toponymie (fr) θηλυκό
- η επιστήμη που μελετά τα τοπωνύμια
- (κατ’ επέκταση) σύνολο αυτών των τοπωνυμίων / τοπωνυμιών
ενικός | πληθυντικός |
toponymie | toponymies |
toponymie (fr) θηλυκό