topper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

topper (en)

  1. πράγμα που βρίσκεται στην κορυφή
  2. ημίψηλο καπέλο