torpide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
torpide | torpides |
Επίθετο[επεξεργασία]
torpide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μοιάζει ναρκωμένος
- (για ασθένεια) σταθερός
ενικός | πληθυντικός |
torpide | torpides |
torpide (fr) αρσενικό ή θηλυκό