torpide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
torpide torpides

Επίθετο[επεξεργασία]

torpide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μοιάζει ναρκωμένος
  2. (για ασθένεια) σταθερός