tourniquet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tourniquet < γαλλική tourniquet
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tourniquet | tourniquets |
tourniquet (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- tourniquet στην αγγλική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tourniquet < ρήμα tourner
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tourniquet | tourniquets |
tourniquet (fr) αρσενικό
- τουρνικέ
- → δείτε τη λέξη garrot
- περιστρεφόμενο όργανο σε παιδική χαρά («μύλος»)