tower
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tower < μέση αγγλική tor < αγγλοσαξονική torr < λατινική turris < αρχαία ελληνική τύρρις (πύργος)
- tower < tow (ρυμουλκώ) + -er
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tower | towers |
tower (en)
- (αρχιτεκτονική) ο πύργος
- αυτός που ρυμουλκεί
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | tower |
γ΄ ενικό ενεστώτα | towers |
αόριστος | towered |
παθητική μετοχή | towered |
ενεργητική μετοχή | towering |
tower (en)
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -er (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αρχιτεκτονική (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)