tower
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tower < μέση αγγλική tor < αγγλοσαξονική torr < λατινική turris < αρχαία ελληνική τύρρις (πύργος)
- tower < tow (ρυμουλκώ) + -er
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tower | towers |
tower (en)
- (αρχιτεκτονική) ο πύργος
- ⮡ The tower is surrounded by a deep moat.
- Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.
- ⮡ The tower is surrounded by a deep moat.
- αυτός που ρυμουλκεί
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | tower |
γ΄ ενικό ενεστώτα | towers |
αόριστος | towered |
παθητική μετοχή | towered |
ενεργητική μετοχή | towering |
tower (en)
- (+ above/over) δεσπόζω σε, υψώνομαι πάνω από κάτι
- ⮡ the skyscrapers which tower above the New York skyline - οι ουρανοξύστες που δεσπόζουν στον ουρανό της Νέας Υόρκης.
- ⮡ The skyscraper towers over the city.
- Ο ουρανοξύστης υψώνεται πάνω από τη πόλη.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -er (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αρχιτεκτονική (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)