towering
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]towering (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- πανύψηλος
- ⮡ towering trees - πανύψηλα δέντρα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]towering (en)
towering (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
towering (en)