toxic colonialism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- toxic colonialism < toxic + colonialism, νεολογισμός
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
toxic colonialism (en)
- (διεθνής πολιτική, περιβαλλοντική πολιτική) η πρακτική αναπτυγμένων χωρών να στέλνουν (να εξάγουν) επικίνδυνα βιομηχανικά απόβλητα σε υπανάπτυκτες χώρες για εναπόθεση (θάψιμο)· (κυριολεκτικά) τοξική αποικιοκρατία, τοξικός αποικιοκρατισμός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- toxic colonialism στην αγγλική Βικιπαίδεια