toxico

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
toxico toxicos

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

toxico (fr) αρσενικό ή θηλυκό