trésorier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trésorier | trésoriers |
θηλυκό | trésorière | trésorières |
trésorier (fr)
- θησαυροφύλακας
- υπεύθυνος του ταμείου μιας οργάνωσης, σωματείου, κλπ.