trójkąt
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtrujkɔ̃nt/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trójkąt (pl) αρσενικό
- το τρίγωνο
- (μαθηματικά), (κοινά) γεωμετρικό σχήμα με τρεις γωνίες
- (μουσικό όργανο) το τριγωνικό, συνήθως μεταλλικό, όργανο μουσικής (το τρίγωνο για τα κάλλαντα)